- δαίμον'
- δαίμονα , δαίμωνgodmasc/fem acc sgδαίμονι , δαίμωνgodmasc/fem dat sgδαίμονε , δαίμωνgodmasc/fem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαῖμον — δαίμων god masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kubla Khan — Brouillon du poème, conservé à la British Library. Kubla Khan ; or, A Vision in a Dream: A Fragment, est un poème de Samuel Taylor Coleridge, qui tire son nom de l empereur mongol et chinois Kubilaï Khan, de la dynastie des Yuan. Coleridge… … Wikipédia en Français
CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum … Hofmann J. Lexicon universale
NEREUS — Ponti, sive Oceani et Tethyos fil. Hesiod. in Theog. v. 233. Νηρέα τ᾿ ἀψευδέα καὶ ἀληςθέα γέινατο Πόντος, Πρεσβύτατον παίδων, αὐτὰρ καλέουσι Γέροντα, Οὕνεκα νημερτής τε καὶ ἤπιος, οὐδὲ ςθεμιςέων Λήςθεται, ἀλλὰ δίκαια, καὶ ἤπεα δήνεα οἶδεν. Illum… … Hofmann J. Lexicon universale
επαξιώ — ἐπαξιῶ, όω (AM) νομίζω κάτι σωστό, θεωρώ πρέπον («χρόνῳ μακρῷ φιλτάταν ὁδὸν ἐπαξιώσας ὧδέ μοι φανῆναι», Σοφ.) αρχ. (με αιτ. προσ. και απρμφ.) 1. θεωρώ κάποιον άξιο ώστε να κάνω κάτι γι αυτόν («ὁ γὰρ ξένος σε ἐπαξιοῑ δικαίαν χάριν παρασχεῑν»,… … Dictionary of Greek
ηγεμόνιος — ἡγεμόνιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που άρχει, που οδηγεί 2. (επίθ. του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές των νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών ( όνος) + κατάλ. ιος (πρβλ. βραχιόν ιος, δαιμόν ιος)] … Dictionary of Greek
ηγεμόνισσα — ἡγεμόνισσα, ἡ (Α) (θηλ. τού ηγεμόνας) αυτή που κυβερνά, κυβερνήτρια («ἡ τοῡ θεοῡ σοφία... ἡγεμόνισσα», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, όνος + κατάλ. θηλ. ισσα (πρβλ. γειτόν ισσα, δαιμόν ισσα] … Dictionary of Greek
θαφτιάρης — ο νεκροθάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάφτω + κατάλ. ιάρης (πρβλ. δαιμον ιάρης, κοκκαλ ιάρης)] … Dictionary of Greek